Όταν πρωτοήρθα στο νησί, οι φίλοι που είχαν ξανάρθει, ξέροντας ότι έχω σκυλί, με προειδοποίησαν: "Κράτα το μαζεμένο. Αν πειράξει ζώο, στο φάγανε." Φυσικά, η προειδοποίηση δεν ήταν τόσο λακωνική. Ο καθένας την εμπλούτιζε προσθέτοντας ένα κάρο ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για σκυλιά που τα κρέμασαν, σκυλιά που τα φόλιασαν. You get the picture.
Πριν ακόμη πατήσω το πόδι μου στον τόπο αυτό, φανταζόμουν τους κατοίκους πρωτόγονους, βάρβαρους, να σκοτώνουν τα σκυλιά που τους πείραζαν τα ζώα, αντί, ας πούμε, να δεχτούν την ειλικρινή συγγνώμη και την υπερικανοποιητική αποζημίωση που ο περαστικός, πλην άτυχος, αστός θα τους προσέφερε ως αντίτιμο της... μοιραίας αταξίας του σκύλου.
Άκουγα δε για βοσκούς που τους λένε "κεχαγιάδες", τους βασιλιάδες των βοσκών δηλαδή, αυτούς με τα πιο πολλά και πιο καλά ζώα. Αυτούς τους φανταζόμουν να μην κατεβαίνουν από τα βουνά, να μιλάνε με κραυγές και να περιφέρονται με προβιές ζώων ριγμένες στις πλάτες τους.
Για δες όμως πως τα φέρνει η τύχη.
Ζω τέσσερις μήνες στη Σαμοθράκη.
Κάθε πρωί ακούω τους κεχαγιάδες που κατεβάζουν τα κοπάδια τους από τις έξι το πρωί. Βρέξει- χιονίσει. Τα σαλαγάνε με τρόπο: πότε αυστηρά, πότε γλυκά. Σαν πατεράδες, τα καθοδηγούν, τα προστατεύουν. Μπορεί να έχουν εκατό ζώα. Τα ξέρουν όλα, ένα προς ένα. Τις ιδιαιτερότητες, τις φάτσες τους, τα κουσούρια και τα καλά τους. Οι βοσκοί, μιλάνε δύο γλώσσες. Τη γλώσσα των ανθρώπων κι εκείνη των ζώων. Μιλώ τη γλώσσα σου σημαίνει αναγνωρίζω την αξία σου στη ζωή μου- σημαίνει σέβομαι- ζω καλά από σένα κι εσύ θα ζήσεις καλά μαζί μου .
Κι ερχόμαστε εμείς- φιλοξενούμενοι στον τόπο, με τα τρία μας σκυλιά. Το ένα βγαίνει δύο φορές από το σπίτι, έτσι από κακομαθησιά- τη μία σκοτώνει μια προβατίνα- την άλλη άλλες τρεις. Μας βρίσκει ο κεχαγιάς- μας κοιτά κατάματα: δε χρειάζεται να μας πει τίποτα. Ξέρουμε. Θέλουμε να ανοίξει η γη να μας καταπιεί- να πεθάνουμε. Τίποτα δε μπορούμε να του προσφέρουμε για να μαλακώσουμε την απώλειά του. Τα λεφτά είναι σκέτη προσβολή- ο σκύλος μας του σκότωσε τέσσερα ζώα- έμψυχα.
Νιώθουμε μιαροί και θέλουμε να ξεπλύνουμε την ύβρι. Από δικό μας λάθος κάποιος έπαθε και τώρα κάτι δικό μας πρέπει να θυσιάσουμε για να επανέλθει η φυσική σειρά στα πράγματα.
Το σκυλί ή θα το δώσουμε ή θα το σκοτώσουμε.
Και θα το κάνουμε με ματωμένη καρδιά.
Όπως του ανθρώπου που γύρισε και βρήκε δύο φορές τα δικά του ζώα νεκρά.
Αυτά από τα οποία ζει, επιπροσθέτως.
.
Η δικαιοσύνη είναι τυφλή και τόσο αυτονόητη.
Πριν ακόμη πατήσω το πόδι μου στον τόπο αυτό, φανταζόμουν τους κατοίκους πρωτόγονους, βάρβαρους, να σκοτώνουν τα σκυλιά που τους πείραζαν τα ζώα, αντί, ας πούμε, να δεχτούν την ειλικρινή συγγνώμη και την υπερικανοποιητική αποζημίωση που ο περαστικός, πλην άτυχος, αστός θα τους προσέφερε ως αντίτιμο της... μοιραίας αταξίας του σκύλου.
Άκουγα δε για βοσκούς που τους λένε "κεχαγιάδες", τους βασιλιάδες των βοσκών δηλαδή, αυτούς με τα πιο πολλά και πιο καλά ζώα. Αυτούς τους φανταζόμουν να μην κατεβαίνουν από τα βουνά, να μιλάνε με κραυγές και να περιφέρονται με προβιές ζώων ριγμένες στις πλάτες τους.
Για δες όμως πως τα φέρνει η τύχη.
Ζω τέσσερις μήνες στη Σαμοθράκη.
Κάθε πρωί ακούω τους κεχαγιάδες που κατεβάζουν τα κοπάδια τους από τις έξι το πρωί. Βρέξει- χιονίσει. Τα σαλαγάνε με τρόπο: πότε αυστηρά, πότε γλυκά. Σαν πατεράδες, τα καθοδηγούν, τα προστατεύουν. Μπορεί να έχουν εκατό ζώα. Τα ξέρουν όλα, ένα προς ένα. Τις ιδιαιτερότητες, τις φάτσες τους, τα κουσούρια και τα καλά τους. Οι βοσκοί, μιλάνε δύο γλώσσες. Τη γλώσσα των ανθρώπων κι εκείνη των ζώων. Μιλώ τη γλώσσα σου σημαίνει αναγνωρίζω την αξία σου στη ζωή μου- σημαίνει σέβομαι- ζω καλά από σένα κι εσύ θα ζήσεις καλά μαζί μου .
Κι ερχόμαστε εμείς- φιλοξενούμενοι στον τόπο, με τα τρία μας σκυλιά. Το ένα βγαίνει δύο φορές από το σπίτι, έτσι από κακομαθησιά- τη μία σκοτώνει μια προβατίνα- την άλλη άλλες τρεις. Μας βρίσκει ο κεχαγιάς- μας κοιτά κατάματα: δε χρειάζεται να μας πει τίποτα. Ξέρουμε. Θέλουμε να ανοίξει η γη να μας καταπιεί- να πεθάνουμε. Τίποτα δε μπορούμε να του προσφέρουμε για να μαλακώσουμε την απώλειά του. Τα λεφτά είναι σκέτη προσβολή- ο σκύλος μας του σκότωσε τέσσερα ζώα- έμψυχα.
Νιώθουμε μιαροί και θέλουμε να ξεπλύνουμε την ύβρι. Από δικό μας λάθος κάποιος έπαθε και τώρα κάτι δικό μας πρέπει να θυσιάσουμε για να επανέλθει η φυσική σειρά στα πράγματα.
Το σκυλί ή θα το δώσουμε ή θα το σκοτώσουμε.
Και θα το κάνουμε με ματωμένη καρδιά.
Όπως του ανθρώπου που γύρισε και βρήκε δύο φορές τα δικά του ζώα νεκρά.
Αυτά από τα οποία ζει, επιπροσθέτως.
.
Η δικαιοσύνη είναι τυφλή και τόσο αυτονόητη.